άγαρμπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άγαρμπα < άγαρμπ(ος) + -α
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈa.ɣaɾ.ba/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐γαρ‐μπα
Επίρρημα
[επεξεργασία]άγαρμπα (τροπικό επίρρημα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άγαρμπα
|
Πηγές
[επεξεργασία]- άγαρμπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άγαρμπος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]άγαρμπα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του άγαρμπος