άγαρμπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
από το άγαρμπος
Επίρρημα[επεξεργασία]
άγαρμπα
- άχαρα, άκομψα.
- Φέρθηκε άγαρμπα.
- άσκημα.
- Τον χτύπησε άγαρμπα.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άγαρμπα
|