άγαρμπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

από το άγαρμπος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

άγαρμπα

  1. άχαρα, άκομψα.
    Φέρθηκε άγαρμπα.
  2. άσκημα.
    Τον χτύπησε άγαρμπα.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]