έγγαλο
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έγγαλο ουδέτερο
- το ζώο που είναι σε γαλακτοκομική περίοδο, το ζώο που βγάζει γάλα