αγανακτισμένα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αγανακτισμένα < αγανακτισμέν(ος) +

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ɣa.na.ktiˈzme.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γα‐να‐κτι‐σμέ‐να

Επίρρημα

[επεξεργασία]

αγανακτισμένα (τροπικό επίρρημα)

  • με τρόπο που δείχνει αγανάκτηση ή θυμό
    ⮡ Μίλησε αγανακτισμένα για την αδικία που υπέστη.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος μετοχής

[επεξεργασία]

αγανακτισμένα