αγανακτισμένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγανακτισμένα < αγανακτισμέν(ος) + -α
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ɣa.na.ktiˈzme.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐να‐κτι‐σμέ‐να
Επίρρημα
[επεξεργασία]αγανακτισμένα (τροπικό επίρρημα)
- με τρόπο που δείχνει αγανάκτηση ή θυμό
- ⮡ Μίλησε αγανακτισμένα για την αδικία που υπέστη.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγανακτισμένα
|
Πηγές
[επεξεργασία]- αγανακτισμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αγανακτισμένος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]αγανακτισμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αγανακτισμένος