αγγείωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγγείωση οι αγγειώσεις
      γενική της αγγείωσης* των αγγειώσεων
    αιτιατική την αγγείωση τις αγγειώσεις
     κλητική αγγείωση αγγειώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγγειώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγγείωση < αγγεί(ο) + -ωση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική vascularisation

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγγείωση θηλυκό

  • ο σχηματισμός αγγείων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]