αγγείωση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγγείωση | οι | αγγειώσεις |
γενική | της | αγγείωσης* | των | αγγειώσεων |
αιτιατική | την | αγγείωση | τις | αγγειώσεις |
κλητική | αγγείωση | αγγειώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγγειώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγγείωση < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική vascularisation.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αγγείο + -ωση.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aŋˈɟi.o.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γεί‐ω‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγγείωση θηλυκό
- (ιατρική) ο σχηματισμός των αγγείων στο ανθρώπινο σώμα
- ※ Μια ομάδα Εμβιομηχανικής του Πανεπιστημίου Κολούμπια είναι η πρώτη που κατάφερε, όπως αναφέρει σε πρόσφατη δημοσίευσή της στην επιθεώρηση «Science Advances», να δημιουργήσει στο εργαστήριο έναν λειτουργικό πνεύμονα με πλήρη, υγιή αγγείωση σε μοντέλο τρωκτικού.
- Θεοδώρα Τσώλη, Πιο κοντά στον «τέλειο» πνεύμονα εργαστηρίου, Το Βήμα, 15 Σεπτεμβρίου 2017
- ※ Μια ομάδα Εμβιομηχανικής του Πανεπιστημίου Κολούμπια είναι η πρώτη που κατάφερε, όπως αναφέρει σε πρόσφατη δημοσίευσή της στην επιθεώρηση «Science Advances», να δημιουργήσει στο εργαστήριο έναν λειτουργικό πνεύμονα με πλήρη, υγιή αγγείωση σε μοντέλο τρωκτικού.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγγείωση
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αγγείωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ωση (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)