αγιάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγιάρι | τα | αγιάρια |
γενική | του | αγιαριού | των | αγιαριών |
αιτιατική | το | αγιάρι | τα | αγιάρια |
κλητική | αγιάρι | αγιάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγιάρι ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγιάρι
|