αγλωσσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγλωσσία < αρχαία ελληνική ἀγλωσσία < ἀ- στερητικό + -γλωσσία ( γλῶσσα )
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγλωσσία θηλυκό
- η ανεπάρκεια στη χρήση της γλώσσας, η αδυναμία να εκφραστεί κανείς γλωσσικά με ολοκληρωμένο και καλλιεργημένο τρόπο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη γλώσσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγλωσσία
|