αγροτοπατέρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγροτοπατέρας < αγροτο- + πατέρας, βλέπε και εργατοπατέρας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγροτοπατέρας αρσενικό
- μειωτικός χαρακτηρισμός για πολιτικούς ηγέτες ή συνδικαλιστές του αγροτικού χώρου που αποσκοπούν στο να ελέγξουν ή να εκμεταλλευτούν το αγροτικό κίνημα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγροτοπατέρας
|