αγροτοπατερισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγροτοπατερισμός αρσενικό
- η ιδιότητα ή η πολιτική του αγροτοπατέρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγροτοπατερισμός
|