αγύρτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈʝiɾ.ti.sa/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγύρτισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη αγύρτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγύρτισσα
→ δείτε τη λέξη αγύρτης |