αεροκουβέντα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αεροκουβέντα οι αεροκουβέντες
      γενική της αεροκουβέντας
    αιτιατική την αεροκουβέντα τις αεροκουβέντες
     κλητική αεροκουβέντα αεροκουβέντες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αεροκουβέντα < αερο- + κουβέντα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αεροκουβέντα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]