αεροστάθμη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αεροστάθμη θηλυκό ή αλφάδι
- όργανο με το οποίο ελέγχεται η οριζοντίωση ενός επιπέδου, καθώς και η ακριβής κάθετη διάταξή του
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αεροστάθμη
|