αιθρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιθρία οι αιθρίες
      γενική της αιθρίας των αιθριών
    αιτιατική την αιθρία τις αιθρίες
     κλητική αιθρία αιθρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αιθρία < αρχαία ελληνική αἰθρία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αιθρία θηλυκό

  • λέξη η οποία κατά την αρχαιότητα σήμαινε τον αίθριο καιρό και την καθαρή ή και ψυχρή ατμόσφαιρα, αλλά που σήμερα επιβιώνει στη δοτική πτώση της, στη φράση κεραυνός εν αιθρία (για κάποιο αναπάντεχο γεγονός)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]