αίθριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αίθριος < αρχαία ελληνική αἴθριος < πιθανόν αἴθω (καίω) ή αἴθρη / αἴθρα
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αίθριος, -α, -ο
- ο καιρός που δεν έχει σύννεφα αλλά λιακάδα
- αίθριος καιρός, αίθρια ημέρα
- (στη μετεωρολογία) που έχει ελάχιστη νέφωση, σύμφωνα με μια ορισμένη κλίμακα που καλύπτει τις διαβαθμίσεις από τον εντελώς ανέφελο μέχρι τον εντελώς νεφοσκεπή ουρανό