αιμοδότηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αιμοδότηση | οι | αιμοδοτήσεις |
γενική | της | αιμοδότησης* | των | αιμοδοτήσεων |
αιτιατική | την | αιμοδότηση | τις | αιμοδοτήσεις |
κλητική | αιμοδότηση | αιμοδοτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αιμοδοτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αιμοδότηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αιμοδότηση θηλυκό
- (ιατρική) συγκεκριμένη συνεδρία (παροχή αίματος, όχι διάλεξη) αιμοδοσίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αιμοδότηση
|