ακρεοφαγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακρεοφαγία θηλυκό
- (γαστρονομία) αποχή από την κρεοφαγία, η αναίμακτη διατροφή
- ※ Αφ' ότου εγένετο η τετάρτη έκδοσις ουκ ολίγα εγράφησαν υπέρ της ακρεοφαγίας […]. Εκ τούτων αρκούμαι να μνημονεύσω το προ τινων μηνών εκδοθέν διδακτικώτατον σύγγραμμα του κ. Φιλαρέτου Γνωμολογία περιέχον περισπούδαστον περί τροφής κεφάλαιον. Εν αυτῳ γίνεται μακρός λόγος περί του παρόντος ἔργου μου και προσέτι παρέχονται πολύτιμοι πληροφορίαι φιλοσοφικαί και ιστορικαί σχετικώς με την από των αρχαίων χρόνων καταδίκην του κρέατος ως τροφής του ανθρώπου
- Πλάτων Ε. Δρακούλης, scribd.com Υγιεινή και ηθική] (Αθήνα 51926· 1η έκδοση: 1894), σ. 11.
- ※ Η ακρεοφαγία ως γενικό σύστημα διαίτης [προτεινόμενο από τον Δρακούλη], στην οποία δυνητικά απολήγει και η πρόταση της «αγροπόλεως» στο ζήτημα αυτό, μπορεί να ισχύσει ενμέρει με την έννοια της μείωσης της κατανάλωσης του κρέατος ή και με την εγκατάλειψη της από ένα σύνολο ανθρώπων
- Γρηγόρης Καραφύλλης, Νεοελληνική πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία. Όψεις των ευρωπαϊκών ιδεών στην ελληνική σκέψη, τέλη 19ου - αρχές 20ού αι.. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας, 1990, σ. 150.
- ※ Αφ' ότου εγένετο η τετάρτη έκδοσις ουκ ολίγα εγράφησαν υπέρ της ακρεοφαγίας […]. Εκ τούτων αρκούμαι να μνημονεύσω το προ τινων μηνών εκδοθέν διδακτικώτατον σύγγραμμα του κ. Φιλαρέτου Γνωμολογία περιέχον περισπούδαστον περί τροφής κεφάλαιον. Εν αυτῳ γίνεται μακρός λόγος περί του παρόντος ἔργου μου και προσέτι παρέχονται πολύτιμοι πληροφορίαι φιλοσοφικαί και ιστορικαί σχετικώς με την από των αρχαίων χρόνων καταδίκην του κρέατος ως τροφής του ανθρώπου
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακρεοφαγία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φαγία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)