ακροκρηπίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακροκρηπίδα[1] θηλυκό
- η άκρα / το ακριανό μέρος μιας κρηπίδας / ενός κρηπιδώματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακροκρηπίδα
|
- ↑ ακροκρηπίδα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)