αλευρόσακος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | αλευρόσακος | αλευρόσακοι |
γενική | αλευρόσακου | αλευρόσακων |
αιτιατική | αλευρόσακο | αλευρόσακους |
κλητική | αλευρόσακε | αλευρόσακοι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλευρόσακος αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλευρόσακος