αλκυονίδες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀλκυονίδες

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι αλκυονίδες
      γενική των αλκυονίδων
    αιτιατική τις αλκυονίδες
     κλητική αλκυονίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλκυονίδες < αρχαία ελληνική ἀλκυονίδες < ἀλκυών (ίσως επειδή πίστευαν ότι οι θεοί φροντίζουν να βελτιωθεί ο καιρός ώστε τα πτηνά αυτά να μπορέσουν να αναπαραχθούν στις φωλιές τους)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλκυονίδες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό (σπάνια και στον ενικό: αλκυονίδα)

  • οι μέρες με καλοκαιρία που συνήθως παρατηρούνταν στα τέλη Ιανουαρίου και αρχές Φεβρουαρίου στον ελλαδικό χώρο (αρχικά επίθετο που προσδιόριζε τις λέξεις "ημέρες" και που με την εξαφάνιση του προσδιοριζόμενου ως ευκόλως εννοούμενου, απέμεινε το "αλκυονίδες" ως ουσιαστικό)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]