αλληλοδιδασκαλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλληλοδιδασκαλία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλληλοδιδασκαλία θηλυκό
- η αμοιβαία διδασκαλία, διδασκαλία του καθενός προς τους άλλους, κατάσταση κατά την οποία ο καθένας διδάσκει στους άλλους κάτι που γνωρίζει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλληλοδιδασκαλία
|