αλληλοσύνδεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλληλοσύνδεση | οι | αλληλοσυνδέσεις |
γενική | της | αλληλοσύνδεσης* | των | αλληλοσυνδέσεων |
αιτιατική | την | αλληλοσύνδεση | τις | αλληλοσυνδέσεις |
κλητική | αλληλοσύνδεση | αλληλοσυνδέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλληλοσυνδέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλληλοσύνδεση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλληλοσύνδεση
|