αλληλούχιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλληλούχιση | οι | αλληλουχίσεις |
γενική | της | αλληλούχισης* | των | αλληλουχίσεων |
αιτιατική | την | αλληλούχιση | τις | αλληλουχίσεις |
κλητική | αλληλούχιση | αλληλουχίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλληλουχίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλληλούχιση < αλληλουχίζω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sequencing)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλληλούχιση θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
αλληλούχιση στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλληλούχιση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)