αλληλούχηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλληλούχηση | οι | αλληλουχήσεις |
γενική | της | αλληλούχησης* | των | αλληλουχήσεων |
αιτιατική | την | αλληλούχηση | τις | αλληλουχήσεις |
κλητική | αλληλούχηση | αλληλουχήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλληλουχήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλληλούχηση < αλληλουχώ + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sequencing)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλληλούχηση θηλυκό
- (βιολογία) η διαδικασία καθορισμού / προσδιορισμού της αλληλουχίας ή της σειράς των βάσεων του DNA / RNA ή της σειράς των αμινοξέων των πρωτεϊνών
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Sequencing στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλληλούχηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)