αλληλουχώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλληλουχώ < αλλήλων + -ουχώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sequence)
Ρήμα[επεξεργασία]
αλληλουχώ
- (βιολογία) καθορίζω / προσδιορίζω την αλληλουχία ή την σειρά των βάσεων του DNA / RNA ή την σειρά των αμινοξέων των πρωτεϊνών
- (λόγιο) (κατ’ επέκταση) ταξινομώ, τακτοποιώ, παρατάσσω σκέψεις σε λογικά βήματα / στάδια
- (λόγιο) (κατ’ επέκταση) τοποθετώ στην σειρά βάσει κριτηρίων
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -ουχώ (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)