αλυτρωτιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλυτρωτιστής < αλυτρωτισμός + -ιστής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλυτρωτιστής αρσενικό
- αυτός που του αρέσει ο αλυτρωτισμός και ενεργεί ανάλογα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλυτρωτιστής