αμπάριζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμπάριζα | οι | αμπάριζες |
γενική | της | αμπάριζας | — | |
αιτιατική | την | αμπάριζα | τις | αμπάριζες |
κλητική | αμπάριζα | αμπάριζες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμπάριζα < → λείπει η ετυμολογία (έχει προταθεί από την αλβανική ambaresë, ίσως όμως να μην υπάρχει τέτοια λέξη στα αλβανικά!)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμπάριζα θηλυκό
- παιδικό παιχνίδι που παίζεται σε ανοικτό χώρο, όπου τα παιδιά χωρίζονται σε δύο ομάδες και κυνηγάει η μία την άλλη, προκειμένου να αιχμαλωτίσει τα μέλη της άλλης
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τα παίρνω (όλα) αμπάριζα : ορμάω κάπου χωρίς να υπολογίσω τις συνέπειες
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- νεμέ (ποντιακά)
-
αμπάριζα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμπάριζα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πέστροφα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αλβανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παιχνίδια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)