Μετάβαση στο περιεχόμενο

αμφίβραχυς

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἀμφίβραχυς

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αμφίβραχυς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀμφίβραχυς, και ουσιαστικοποιημένο. Συγχρονικά αναλύεται σε αμφί- + βραχύς.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aɱˈfi.vɾa.çis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμφίβραχυς

Επίθετο

[επεξεργασία]

αμφίβραχυς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αμφίβραχυς αρσενικό

  1. (μετρική) ο τρίσημος μετρικός πόδας με το συνδυασμό συλλαβών: άτονη - τονισμένη - άτονη (‿—‿)
      Τα πρώ-τα | μου χρό-νια | τ’‿α-ξέ-χα- | -στα τα ’ζη-|σα (Κωστής Παλαμάς,   Μια πίκρα @ebooks.edu.gr)
  2. (αρχαία ελληνική μετρική) τρίσημος μετρικός ρυθμός που αποτελείται από την ακολουθία: βραχύχρονη συλλαβή - μακρόχρονη - βραχύχρονη (υ-υ)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]