αναγνωρισιμότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναγνωρισιμότητα < αναγνωρίσιμος + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναγνωρισιμότητα θηλυκό
- (νεολογισμός) η ιδιότητα του αναγνωρίσιμου, το να είναι κάποιος αναγνωρίσιμος και διάσημος (συχνά εξαιτίας τηλεοπτικής (υπερ)προβολής)