αναρριχητής
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναρριχητής < αναρριχώμαι + -τής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναρριχητής αρσενικό (θηλυκό: αναρριχήτρια)
- αυτός που αναρριχάται (ιδίως σε βράχους)