αναρχοκομμουνιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναρχοκομμουνιστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναρχοκομμουνιστής αρσενικό
- (γενικότερα) οπαδός του αναρχοκομμουνισμού
- (παρωχημένο) (μειωτικό) συγκεντρωτικός αόριστος χαρακτηρισμός αναρχικών, κομμουνιστών ή πολιτικά ενεργών ατόμων προερχόμενων από την αριστερά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναρχοκομμουνιστής
|