αναρχοφασίστας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναρχοφασίστας < αναρχο- + φασίστας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναρχοφασίστας αρσενικό
- άτομο που συμπεριφέρεται αυταρχικά ενώ επικαλείται την αναρχική ιδεολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναρχοφασίστας
|