αναστύλωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναστύλωση | οι | αναστυλώσεις |
γενική | της | αναστύλωσης* | των | αναστυλώσεων |
αιτιατική | την | αναστύλωση | τις | αναστυλώσεις |
κλητική | αναστύλωση | αναστυλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναστυλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναστύλωση < αναστυλώνω + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναστύλωση θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) άλλη γραφή του αναστήλωση
- (αρχιτεκτονική) η υποστήριξη μιας κατασκευής με στύλους
- αναστύλωμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναστύλωση
|