ανατολικοασιάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανατολικοασιάτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανατολικοασιάτης αρσενικό (θηλυκό ανατολικοασιάτισσα)
- πρόσωπο από την ανατολική Ασία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανατολικοασιάτης