ανθρωποκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανθρωποκρατία | οι | ανθρωποκρατίες |
γενική | της | ανθρωποκρατίας | των | ανθρωποκρατιών |
αιτιατική | την | ανθρωποκρατία | τις | ανθρωποκρατίες |
κλητική | ανθρωποκρατία | ανθρωποκρατίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανθρωποκρατία < ανθρωπο- + -κρατία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανθρωποκρατία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (θρησκεία) η θεώρηση ότι η θεία δημιουργία έχει ως σκοπό και επίκεντρο τον άνθρωπο
- η θεώρηση ότι πρώτο κριτήριο αποτελεί η ανθρώπινη ευημερία
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Υπερώνυμα
[επεξεργασία]- προσωποκεντρισμός αρσενικό
- προσωποκρατία θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανθρωποκρατία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανθρωπο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κρατία (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)