προσωποκρατία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσωποκρατία οι προσωποκρατίες
      γενική της προσωποκρατίας των προσωποκρατιών
    αιτιατική την προσωποκρατία τις προσωποκρατίες
     κλητική προσωποκρατία προσωποκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσωποκρατία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική personalism, πρόσωπ(ο) + -ο- + -κρατία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προσωποκρατία θηλυκό

  1. απόδοση υπέρτατης αξίας στα πρόσωπα
  2. (θρησκεία) εστίαση στο πρόσωπο του θεού

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]