ανθρωπομορφικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]ανθρωπομορφικά < ανθρωπομορφικ(ός) + -ά
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /an.θɾo.po.moɾ.fiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐θρω‐πο‐μορ‐φι‐κό
Επίρρημα
[επεξεργασία]ανθρωπομορφικά
- με ανθρωπομορφικό τρόπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανθρωπομορφικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ανθρωπομορφικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ανθρωπομορφικό) του ανθρωπομορφικός
Πηγές
[επεξεργασία]- ανθρωπομορφικά - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- → και δείτε ανθρωπομορφισμός