ανθρωπομορφικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ανθρωπομορφικά < ανθρωπομορφικός + -ά < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική anthropomorphique < anthropomorphisme < αρχαία ελληνική ἄνθρωπος + μορφή
Επίρρημα[επεξεργασία]
ανθρωπομορφικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανθρωπομορφικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ανθρωπομορφικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανθρωπομορφικό