αντήλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αντήλι | τα | αντήλια |
γενική | του | αντηλιού | των | αντηλιών |
αιτιατική | το | αντήλι | τα | αντήλια |
κλητική | αντήλι | αντήλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντήλι < μεσαιωνική ελληνική ἀντήλιον < αρχαία ελληνική ἀντήλιος < ἀντί + ἥλιος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντήλι ουδέτερο
- το αντηλάρισμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντήλι
|