αντιδογματισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιδογματισμός < αντι- + δογματισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιδογματισμός αρσενικό και αντιδογματικότητα
- η αντίθετη στάση από το δογματισμό
- ※ Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του πνεύματός σας είναι ο αντιδογματισμός. Όποιος δεν περιορίζει τον εαυτό του σ' ένα κλειστό σύστημα ιδεών, προχωρεί όλο και περισσότερο. Εξακολουθεί να ρωτάει, να απορεί, να ανησυχεί (Πρακτικά της Ακαδημία Αθηνών, τομ. 56, Ακαδημία Αθηνών, 1982, σελ. 187)