αντικαθρεφτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντικαθρεφτισμός < αντικαθρεφτίζω + -μός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντικαθρεφτισμός ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντικαθρεφτισμός
|