αντιμερκελιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιμερκελιστής < αντί + μερκελιστής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντιμερκελιστής αρσενικό, θηλυκό αντιμερκελίστρια
- (πολιτική), (νεολογισμός): αυτός που αντιτίθεται ή μάχεται τον μερκελισμό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιμερκελιστής
|