αξιόνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αξιόνιο | τα | αξιόνια |
γενική | του | αξιονίου & αξιόνιου |
των | αξιονίων |
αιτιατική | το | αξιόνιο | τα | αξιόνια |
κλητική | αξιόνιο | αξιόνια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αξιόνιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αξιόνιο ουδέτερο
- (φυσική) υποθετικό σωματίδιο που δεν έχει ανιχνευτεί ποτέ. Πλάστηκε θεωρητικά για να αιτιολογήσει τους μηχανισμούς της σκοτεινής ύλης