απελπίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀπελπίζομαι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.pelˈpi.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πελ‐πί‐ζο‐μαι

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

απελπίζομαι, π.αόρ.: απελπίστηκα, μτχ.π.π.: απελπισμένος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]