απεριέργεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απεριέργεια < α- + περιέργεια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απεριέργεια θηλυκό
- (λόγιο) η έλλειψη περιέργειας
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- απερίεργος
- → δείτε τις λέξεις περίεργος, περί και έργο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απεριέργεια