Μετάβαση στο περιεχόμενο

απογειώνω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απογειώνω < (ελληνιστική κοινή) ἀπόγειος + -ώνω

απογειώνω (παθητική φωνή: απογειώνομαι)

  1. (αεροπορικός όρος) σηκώνω από το έδαφος κάτι και το εξαναγκάζω να πετάξει
  2. (μεταφορικά) προκαλώ μεγάλη αύξηση μιας ποσότητας

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]