αποδερματισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποδερματισμός οι αποδερματισμοί
      γενική του αποδερματισμού των αποδερματισμών
    αιτιατική τον αποδερματισμό τους αποδερματισμούς
     κλητική αποδερματισμέ αποδερματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποδερματισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποδερματισμός αρσενικό

  1. αλλάζω δέρμα (πχ φίδι)
  2. μου πέφτει το δέρμα λόγω ασθένειας ή χτυπήματος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]