αποδερματισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποδερματισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποδερματισμός αρσενικό
- αλλάζω δέρμα (πχ φίδι)
- μου πέφτει το δέρμα λόγω ασθένειας ή χτυπήματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποδερματισμός
|