αποθεματοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποθεματοποίηση | οι | αποθεματοποιήσεις |
γενική | της | αποθεματοποίησης* | των | αποθεματοποιήσεων |
αιτιατική | την | αποθεματοποίηση | τις | αποθεματοποιήσεις |
κλητική | αποθεματοποίηση | αποθεματοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποθεματοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποθεματοποίηση < αποθεματοποιώ + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποθεματοποίηση θηλυκό
- (νεολογισμός) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποθεματοποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποθεματοποίηση
|