αποπροσθαλάσσωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποπροσθαλάσσωση οι αποπροσθαλασσώσεις
      γενική της αποπροσθαλάσσωσης* των αποπροσθαλασσώσεων
    αιτιατική την αποπροσθαλάσσωση τις αποπροσθαλασσώσεις
     κλητική αποπροσθαλάσσωση αποπροσθαλασσώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποπροσθαλασσώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποπροσθαλάσσωση < απο-(θαλάσσωση) + προσθαλάσσωση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποπροσθαλάσσωση θηλυκό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • ο όρος χρησιμοποιείται ομοίως και σε λίμνες, ή ποτάμια

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]