αποσχισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποσχισμός αρσενικό
- απόσυρση ομάδας από μια μεγαλύτερη οντότητα, ειδικά μια πολιτική οντότητα, αλλά και από κάθε οργάνωση, ένωση ή στρατιωτική συμμαχία