αποτροπιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποτροπιάζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποτροπιάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποτροπιάζω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.po.tɾo.piˈa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐τρο‐πι‐ά‐ζω

αποτροπιάζω (συνήθως στην παθητική φωνή: αποτροπιάζομαι)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις από και τρόπος

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]