απριορισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απριορισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απριορισμός αρσενικό
- η φιλοσοφική εξέταση των πραγμάτων έχοντας ως γνώμονα κάποια κατασκευασμένα αξιώματα και με αυτά κρίνοντας τον κόσμο, χωρίς την αναθεώρηση τους από την εμπειρία
- ο οικονομικός απριορισμός των αυστριακών οικονομολόγων τους εμποδίζει να αντιληφθούν πως ουσιαστικά ο Κέυνς εισήγαγε την ψυχολογία στην οικονομία και επαφίονται στη διαιώνιση της κόντρας ενός άτυπου μισους μεταξύ Hayek και Κέυνς, δίχως να κοιτάνε τις οικονομετρικές παραμέτρους μοντέλων και δεδομένων που υποστηρίζουν το ορθόν του Κέυνς
- η κατάσταση στην οποια αντιμετωπίζουμε ένα γεγονός η έναν άνθρωπο όταν έχουμε κατασταλάξει εκ των προτέρων μπεϋζιανά
- που σχετίζεται με την μπεϋζιανή στατιστική