αριθμογνωσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αριθμογνωσία | οι | αριθμογνωσίες |
γενική | της | αριθμογνωσίας | των | αριθμογνωσιών |
αιτιατική | την | αριθμογνωσία | τις | αριθμογνωσίες |
κλητική | αριθμογνωσία | αριθμογνωσίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
αριθμογνωσία < αριθμ(ός) + -ο- + -γνωσία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αριθμογνωσία θηλυκό
- το να γνωρίζει κανείς τους αριθμούς μα και να μετράει
- το να γνωρίζει κανείς μαθηματικά, η ικανότητα στην αριθμητική
- η αριθμομαντεία